- τελλίνη
τελλίνη, ἡ, eine Muschelart, Ath. III, 90 c; auch ξιφύδριον genannt, Marc. Sid. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελλίνη, ἡ, eine Muschelart, Ath. III, 90 c; auch ξιφύδριον genannt, Marc. Sid. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελλίνη — small bivalve shell fish fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελλίνη — η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και τέλλη και τέλλις Α νεοελλ. ζωολ. συγγενικό προς το γένος δόναξ γένος δίθυρων μαλακίων τής οικογένειας τελλινίδες είδη τού οποίου απαντούν και στην Ελλάδα αρχ. είδος μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω τού … Dictionary of Greek
τελλινῶν — τελλίνη small bivalve shell fish fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελλίναις — τελλίνη small bivalve shell fish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελλίνης — τελλίνη small bivalve shell fish fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελλίνας — τελλίνᾱς , τελλίνη small bivalve shell fish fem acc pl τελλίνᾱς , τελλίνη small bivalve shell fish fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tellina — telina o tellina (del gr. «tellínē») f. Cualquier *molusco lamelibranquio del género Tellina, del tamaño de una almeja y con conchas de colores brillantes; la Tellina incarnata es abundante en las costas españolas. * * * tellina. (Del gr.… … Enciclopedia Universal
ξιφύδριον — και, κατά τον Ησύχ., σκιφύδριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ξίφος) 1. μικρό ξίφος 2. η τελλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
τέλλη — ἡ, Α βλ. τελλίνη … Dictionary of Greek
τέλλις — Όνομα διαφόρων μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 5 γιους του Τισαμενού, γιου του Ορέστη, που συμβασίλευε με τους αδελφούς του Δαϊμένη, Σπάρτωνα και Λεοντομένη, μετά τον θάνατο του πατέρα του. 2. Ο πατέρας του Σπαρτιάτη… … Dictionary of Greek
τελλινίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια ελασματοβράγχιων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tellinidae (< tellina, βλ. λ. τελλίνη)] … Dictionary of Greek