τιλλάρια, τά, s. τιτλάρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιλλάρια — τὰ, Α (δ. γρφ.) βλ. τιτλάρια … Dictionary of Greek
τιτλάρια — και δ. γρφ. τιλλάρια, τὰ, Α [τίτλος] 1. είδος πινακιδίων για γραφή 2. (στον τ. τιλλάρια) καλάμια για γραφή … Dictionary of Greek