τεχνητός

τεχνητός

τεχνητός, künstlich od. listig gemacht, Plut. Pericl. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • τεχνητός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που φτιάχτηκε, όχι φυσικός: Τεχνητή βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορίζοντας, τεχνητός — Όργανο, το οποίο, με διάφορους τρόπους και για διάφορους σκοπούς, υλοποιεί το οριζόντιο επίπεδο ή το ίχνος του. Στο ναυτικό, όταν δεν υπήρχε ή δεν λειτουργούσε με ικανοποιητική συχνότητα και ακρίβεια η ραδιοτηλεγραφική μετάδοση της ώρας,… …   Dictionary of Greek

  • τεχνητά — τεχνητός artificial neut nom/voc/acc pl τεχνητά̱ , τεχνητός artificial fem nom/voc/acc dual τεχνητά̱ , τεχνητός artificial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνητῶν — τεχνητός artificial fem gen pl τεχνητός artificial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνητόν — τεχνητός artificial masc acc sg τεχνητός artificial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… …   Dictionary of Greek

  • τεχνηταῖς — τεχνητός artificial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνηταί — τεχνητός artificial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνητοῖς — τεχνητός artificial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”