- τεχνητικός
τεχνητικός, künstelnd, künstlich, ἀσωτία, Pol. 32, 20, 9 bei Ath. X, 440 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνητικός, künstelnd, künstlich, ἀσωτία, Pol. 32, 20, 9 bei Ath. X, 440 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνητικός — ή, όν, Α [τεχνίτης] έντεχνος («Ὀροφέρνην εἰσαγαγεῑν τὴν Ἰακὴν καὶ τεχνητικὴν ἀσωτίαν», Πολ.) … Dictionary of Greek