- τεχνοσύνη
τεχνοσύνη, ἡ, p. = τέχνη, Leon. Tar. 25 (VI, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνοσύνη, ἡ, p. = τέχνη, Leon. Tar. 25 (VI, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνοσύνη — και δωρ. τ. τεχνοσύνα, ἡ, Α η τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τέχνη, κατά τα θηλ. σε σύνη*] … Dictionary of Greek
τεχνοσύνας — τεχνοσύνᾱς , τεχνοσύνη fem acc pl τεχνοσύνᾱς , τεχνοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)