- τετρ-ώβολον
τετρ-ώβολον, eine Münze von vier Obolen, Plut. Alcib. 35 u. öfter; eigtl. neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρ-ώβολον, eine Münze von vier Obolen, Plut. Alcib. 35 u. öfter; eigtl. neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… … Dictionary of Greek