- τετρ-ώβολος
τετρ-ώβολος, vier Obolen schwer od. werth, s. Lob. Phryn. p. 549. 709, sprichwörtl. τετρώβολον τοῦτ' ἔστι, = πολυτίμητον, es ist theuer, Schol. Ar. Pax 254; vgl. Böckh ath. Staatsh. I p. 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρ-ώβολος, vier Obolen schwer od. werth, s. Lob. Phryn. p. 549. 709, sprichwörtl. τετρώβολον τοῦτ' ἔστι, = πολυτίμητον, es ist theuer, Schol. Ar. Pax 254; vgl. Böckh ath. Staatsh. I p. 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκτώβολος — ὀκτώβολος, ον (Α) 1. (συν. για φόρο, εισφορά) αυτός που αποτελείται από οκτώ οβολούς 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτώβολοι οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + ὀβολός (πρβλ. τετρ ώβολος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
τετρώβολος — ον, ουδ. και τετραόβολον Α 1. αυτός που ανέρχεται σε τέσσερεις οβολούς («τὸ κεφάλαιον εἰς ἄλλον πενταετῆ συνεγράψατο χρόνον τόκου τετρωβόλου», επιγρ. Τήνου) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετρώβολος απλός στρατιώτης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρώβολον και… … Dictionary of Greek