τετρώριστος

τετρώριστος

τετρώριστος, = τέτρωρος, τετράορος, Soph. frg. 291, δίφρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετρώριστος — ον, Α [τέτρωρος] τετράορος* …   Dictionary of Greek

  • τετρωρίστῳ — τετρώριστος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”