- τετρα-ήμερος
τετρα-ήμερος, viertägig, vier Tage lang dauernd, vgl. Lob. Phryn. 676 u. τετρήμερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-ήμερος, viertägig, vier Tage lang dauernd, vgl. Lob. Phryn. 676 u. τετρήμερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
οκταήμερος — και οχταήμερος, η, ο (ΑΜ ὀκταήμερος, ον) αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέρα («ὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ) νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο χρονικό… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek