τετρ-ώροφος

τετρ-ώροφος

τετρ-ώροφος, von vier Stockwerken, Her. 1, 180.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραώροφος — η, ο / τετραώροφος, ον, ΝΑ, και τετρώροφος και τετρόροφος, ον, Α 1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις ορόφους 2. το ουδ. ως ουσ. το τετραώροφο(ν) κτήριο με τέσσερεις ορόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. δι ώροφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”