- τετρά-μορος
τετρά-μορος, = τετράμοιρος, Nic. Th. 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-μορος, = τετράμοιρος, Nic. Th. 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίμορος — ον, Α τρίμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μόρος (< μόρος), πρβλ. τετρά μορος] … Dictionary of Greek