- τετρά-μοιρος
τετρά-μοιρος, viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-μοιρος, viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοντάμοιρος — ον, Α 1. αυτός που έχει μήκος τριάντα μοιρών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάμοιρον τόξο τριάντα μοιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + μοιρος (<μοῖρα), πρβλ. τετρά μοιρος] … Dictionary of Greek