τετράων

τετράων

τετράων, ωνος, ὁ, auch τετράδων u. τετραῖον geschrieben, ein Vogel wie der Auerhahn, vgl. τέτραξ u. Ath. XIII, 654, wie Lob. pathol. p. 24. 451.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετράων — tetrao masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράων — ο, ΝΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού γένους πτηνών τετράο αρχ. το πτηνό μελεαγρίς, η γαλοπούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το τέτραξ*] …   Dictionary of Greek

  • tet(e)r- —     tet(e)r     English meaning: to quack (expr. root)     Deutsche Übersetzung: redupl. Schallwort “gackern, hũhnerartige Vögel under likewise”     Material: O.Ind. tittirá , tittirí , tittíri m. “ partridge, game bird “; Arm. tatrak… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • тетерев — род. п. а, тетеря, тетер(ь)ка, диал. тетера, тетёрка, арханг. (Подв.), уральск. (Даль), укр. тетервак, тетера, тетеря, блр. цецеря, др. русск. тетеревь, др. русск. основа на i (Соболевский, Лекции 198), русск. цслав. тетрѣвь φΒ̄σιΒ̄νος (ХII в.) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • TETRAO — apud Sueton. Calig. c. 22. Hostiae erant phoenicopteri, pavones, tetraones, Numidicae, Meleagrides, phasianae, quae generatim per singulos dies immolarentur, ubi de sacrificio, quod sibi ipsi fieri iussit, ut Deo, Caligula: Graece τετράων, notum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τέτραξ — αγος, ο, ΝΜΑ, γεν. και ακος, Α νεοελλ. ονομασία ενός είδους τού γένους ωτίς, αλλ. μικρός αγριόγαλος μσν. αρχ. 1. ονομασία δύο άγριων πτηνών 2. είδος μικρού πτηνού που μοιάζει με τον σπερμολόγο αρχ. φρ. «τέτραξ ὁ μείζων» ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τετράο — το, Ν ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών τού οποίου κυριότερο είδος είναι ο αγριόκουρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrao < λατ. tetraō, ōnis «είδος πτηνού» < τετράων*] …   Dictionary of Greek

  • τετραονίδες — (Tetraonidae). Οικογένεια ορνιθόμορφων πτηνών, από μέτριο έως μεγάλο μέγεθος. Χαρακτηριστικό των πουλιών αυτών είναι το φτέρωμα, που έχουν στους ταρσούς των ποδιών τους και η δερμική πτυχή ανάμεσα στα δάκτυλά τους, που αυξάνει την επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • αγριόγαλλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της Ευρώπης, το μεγαλύτερο στο είδος του. Επιστημονικά λέγεται τετράων ο ουρόγαλλος.Το άνοιγμα στις φτερούγες του ώριμου αρσενικού μπορεί να φτάσει το 1,5 μ. Το βάρος του είναι περίπου 4 κιλά, φτάνει όμως κάποτε και 6 8. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”