- τετρά-ωτος
τετρά-ωτος, mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-ωτος, mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίωτον — τὸ, Α αγγείο με τρεις λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *τρίωτος < τρι * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. τετρά ωτος. Ανάλογος σχηματισμός είναι και το σιγμόληκτο επίθ. που απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην.… … Dictionary of Greek