- τετρα-γλώχῑν
τετρα-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit vier Spitzen, riereckig, Ἑρμῆς, Leon. Tar. 35 (VI, 334).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit vier Spitzen, riereckig, Ἑρμῆς, Leon. Tar. 35 (VI, 334).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek