- τετρα-κέρατος
τετρα-κέρατος, = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-κέρατος, = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρικέρατος — η, ο / τρικέρατος, ον, ΝΜ αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κέρατος (< κερας, ατος), πρβλ. τετρα κέρατος] … Dictionary of Greek