- τετρα-βόειος
τετρα-βόειος, = τεσσαράβοιος; Callim. Dian. 52; Qu. Sm. 6, 547.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-βόειος, = τεσσαράβοιος; Callim. Dian. 52; Qu. Sm. 6, 547.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντεβόειος — και αιολ. τ. πεμπεβόηος, ον, Α αυτός που έχει κατασκευαστεί από πέντε βοδινά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βόειος (< βοῦς), πρβλ. τετρα βόειος] … Dictionary of Greek