- τετρ-όφθαλμος
τετρ-όφθαλμος, vieräugig, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρ-όφθαλμος, vieräugig, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρόφθαλμος — ον. Μ αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὀφθαλμός (πρβλ. τρι όφθαλμος)] … Dictionary of Greek