- τετρ-όργυιος
τετρ-όργυιος, = τετραόργυιος, Xen. Cyn. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρ-όργυιος, = τετραόργυιος, Xen. Cyn. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει βάθος ή ύψος ή εύρος πενήντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
πεντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] … Dictionary of Greek
τετραόργυιος — και τετρόργυιος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + όργυιος (< ὀργυιά), πρβλ. δι όργυιος] … Dictionary of Greek