ταχύ-βουλος

ταχύ-βουλος

ταχύ-βουλος, von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd, Ἀϑηναῖοι, Ar. Ach. 605.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόβουλος — η, ο (ΑΜ κακόβουλος, ον) νεοελλ. αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις») νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό τού άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος») αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος …   Dictionary of Greek

  • ταχύβουλος — ον, Α αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”