- ταχύ-μορος
ταχύ-μορος, von kurzem Schicksal oder Leben, Aesch. Ag. 473.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-μορος, von kurzem Schicksal oder Leben, Aesch. Ag. 473.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek
ωκύμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα 2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα 3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ μορος)] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek