- ταχύ-δακρυς
ταχύ-δακρυς, ν, gen. υος, bald od. leicht weinend, Luc. Navig. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-δακρυς, ν, gen. υος, bald od. leicht weinend, Luc. Navig. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύδακρυς — υ, Α αυτός που δακρύζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ δακρυς] … Dictionary of Greek