- ταχύ-διφρος
ταχύ-διφρος, mit schnellem Wagen, Schol. Pind. Ol. 5, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-διφρος, mit schnellem Wagen, Schol. Pind. Ol. 5, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντόδιφρος — λεοντόδιφρος, ον (Α) (για τη Ρέα) αυτή που φέρεται πάνω σε δίφρο ο οποίος σύρεται από λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + δίφρος «άρμα» (πρβλ. καλλί διφρος, ταχύ διφρος)] … Dictionary of Greek