- ταχύ-γλωσσος
ταχύ-γλωσσος, schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-γλωσσος, schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύγλωσσος — η, ο / ταχύγλωσσος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά γρήγορα νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ… … Dictionary of Greek