- ταχύ-βλαστος
ταχύ-βλαστος, schnell keimend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-βλαστος, schnell keimend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτόβλαστος — ον, Μ αυτός που έχει ωραία βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλαστός (πρβλ. ἀρτί βλαστος, ταχύ βλαστος)] … Dictionary of Greek
ταχύβλαστος — ον, Α αυτός που βλαστάνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. νεό βλαστος] … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek