- ταχύ-σκαρθμος
ταχύ-σκαρθμος, schnell springend, Bian. 2 (IX, 227), nach Jac. Conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-σκαρθμος, schnell springend, Bian. 2 (IX, 227), nach Jac. Conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύσκαρθμος — ον, Α ταχυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σκαρθμός (< σκαίρω «σκιρτώ, πηδώ»), πρβλ. πολύ σκαρθμος] … Dictionary of Greek
φιλόσκαρθμος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να χορεύει, φιλορχηστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκαρθμός «σκίρτημα, πήδημα, τρέξιμο» (πρβλ. ταχύ σκαρθμος)] … Dictionary of Greek