- ταχύ-φυος
ταχύ-φυος, oder richtiger ταχυφυής, schnell wachsend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-φυος, oder richtiger ταχυφυής, schnell wachsend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδινόφυος — ον, Μ αυτός που έχει ρόδινο χρώμα («χείλη ῥοδινόφυα», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + φυος (< φύομαι), πρβλ. ταχύ φυος] … Dictionary of Greek
ταχυφυής — ές, Α αυτός που φυτρώνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φυής (< φύομαι «φυτρώνω», μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek