- ταχύ-στροφος
ταχύ-στροφος, schnell drehend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-στροφος, schnell drehend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλόστροφος — καλόστροφος, ον (Μ) αυτός που έχει στριφτεί καλά, στριμμένος καλά («καλόστροφος λώρος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφος (< στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. ισό στροφος, ταχύ στροφος] … Dictionary of Greek