- ταχυ-σκελής
ταχυ-σκελής, ές, mit schnellen Schenkeln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-σκελής, ές, mit schnellen Schenkeln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοσκελής — κακοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ταχυ σκελής] … Dictionary of Greek
ταχυσκελής — ές, Μ ταχύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ἰσο σκελής] … Dictionary of Greek