- ταχυ-στροφάλιγξ
ταχυ-στροφάλιγξ, ιγγος, mit schnellem Wirbel, Nonn. D. 45, 273.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-στροφάλιγξ, ιγγος, mit schnellem Wirbel, Nonn. D. 45, 273.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυστροφάλιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που περιστρέφεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + στροφάλιγξ «περιστροφή»] … Dictionary of Greek