ταχυ-πέτης

ταχυ-πέτης

ταχυ-πέτης, ες, schnell fliegend, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ισοπετής — ἰσοπετής, ές (Α) αυτός που πετά με την ίδια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πετής (< πετάννυμι), πρβλ. οξυ πετής, ταχυ πετής] …   Dictionary of Greek

  • ωκυπέτης — ὁ, θηλ. ὠκυπέτεια, Α αυτός που πετά ή, γενικά, που κινείται γρήγορα 2. μτφ. αυτός που έρχεται γρήγορα ή πρόωρα («ὠκυπέτᾳ μόρῳ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ πέτης] …   Dictionary of Greek

  • ωκυπετής — ές, Α ὠκυπέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πετής (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ πετής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”