- ταχυ-τόκος
ταχυ-τόκος, schnell od. leicht gebärend, Arist. probl. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-τόκος, schnell od. leicht gebärend, Arist. probl. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυτόκος — ον, Α αυτός που γεννάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. νεο τόκος] … Dictionary of Greek
χρυσοτόκος — ο / χρυσοτόκος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννάει χρυσά αβγά («χρυσοτόκος ὄρνις», Αίσωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταχυ τόκος] … Dictionary of Greek