ταρῑχευτής

ταρῑχευτής

ταρῑχευτής, , der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταριχευτής — ο, ΝΑ [ταριχεύω] 1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα …   Dictionary of Greek

  • ταριχευτής — ο τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταριχευτά — ταρῑχευτά̱ , ταριχευτής embalmer masc nom/voc/acc dual ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc voc sg ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc nom sg (epic) ταριχευτός salted neut nom/voc/acc pl ταριχευτά̱ , ταριχευτός salted fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοταριχευτής — ο ταριχευτής ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ταριχευτής (< ταριχεύω)] …   Dictionary of Greek

  • γραμματέας — και γραμματεύς, ο, η (AM γραμματεύς) [γράμμα] δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος εκτελεί γραφική υπηρεσία ή είναι υπεύθυνος για την τήρηση τών πρακτικών ή τη διεκπεραίωση τής αλληλογραφίας νεοελλ. φρ. «Γενικός Γραμματέας» αξιωματούχος… …   Dictionary of Greek

  • ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… …   Dictionary of Greek

  • ταριχευτήρ — ῆρος, ὁ, Α ταριχευτής. [ΕΤΎΜΟΛ. < ταριχεύω + επίθημα τήρ (πρβλ. τοξευ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ταριχεύς — έως, ὁ, Μ [τάριχος] ταριχευτής …   Dictionary of Greek

  • ταριχηρός — και συντετμημένος τ. ταρχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα 2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων 3. (για τρόφιμα) παστωμένος 4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.) 5. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ταριχώτης — ὁ, Α ταριχευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος + κατάλ. ώτης πιθ. μέσω αμάρτυρου *ταριχόω] …   Dictionary of Greek

  • ταριχευταῖς — ταρῑχευταῖς , ταριχευτής embalmer masc dat pl ταριχευτός salted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”