ταρῑχευτός

ταρῑχευτός

ταρῑχευτός, adj. verb. von ταριχεύω, eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταριχευτός — salted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευτός — ή, ό / ταριχευτός, ή, όν, ΝΜΑ [ταριχεύω] (για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστός μσν. αρχ. αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.) …   Dictionary of Greek

  • ταριχευτόν — ταριχευτός salted masc acc sg ταριχευτός salted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευτοῖς — ταριχευτός salted masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευτούς — ταριχευτός salted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευτά — ταρῑχευτά̱ , ταριχευτής embalmer masc nom/voc/acc dual ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc voc sg ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc nom sg (epic) ταριχευτός salted neut nom/voc/acc pl ταριχευτά̱ , ταριχευτός salted fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευτῶν — ταρῑχευτῶν , ταριχευτής embalmer masc gen pl ταριχευτός salted fem gen pl ταριχευτός salted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάριχος — (I) ο, ΜΑ, και τάριχος, ίχους και ίχεος και τάριχον, τὸ, Α 1. σώμα νεκρού διατηρημένο με ταρίχευση, μούμια 2. κρέας, ψάρι ή άλλο εδώδιμο τού οποίου η σήψη αποτρέπεται με αλάτισμα, κάπνισμα ή ξήρανση στον αέρα (αρχ) μτφ. (για πρόσ.) ανόητος,… …   Dictionary of Greek

  • ταριχευτικός — ή, ό / ταριχευτικός, ή, όν, ΝΑ [ταριχευτός] νεοελλ. σχετικός με την ταρίχευση («ταριχευτικές μέθοδοι») αρχ. ταριχηρός*. επίρρ... ταριχευτικῶς Μ με ταρίχευση …   Dictionary of Greek

  • ταριχευταῖς — ταρῑχευταῖς , ταριχευτής embalmer masc dat pl ταριχευτός salted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευταί — ταρῑχευταί , ταριχευτής embalmer masc nom/voc pl ταριχευτός salted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”