- τυμβάς
τυμβάς, άδος, ἡ, Zauberinn, Hexe, weil sie ihr Unwesen bes. auf Gräbern zu treiben pflegten, Hesych. ὅτι περὶ τοὺς τύμβους διατρίβουσι καὶ τοὺς νεκροὺς ἀκρωτηριάζουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβάς, άδος, ἡ, Zauberinn, Hexe, weil sie ihr Unwesen bes. auf Gräbern zu treiben pflegten, Hesych. ὅτι περὶ τοὺς τύμβους διατρίβουσι καὶ τοὺς νεκροὺς ἀκρωτηριάζουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβάς — sorceress fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβάς — άδος, ἡ, ΜΑ γυναίκα που παρασκευάζει και χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, μάγισσα η οποία, σύμφωνα με τον Ησύχ., ονομάστηκε έτσι επειδή πήγαινε συχνά στους τύμβους και ακρωτηρίαζε τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. άς, άδος… … Dictionary of Greek
τυμβάδας — τυμβάς sorceress fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)