- τυμβίτης
τυμβίτης, ὁ, fem. τυμβῖτις, im, am Grabe, λᾶας, Grabstein, Leon. Tar. 65 (VII, 198).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβίτης, ὁ, fem. τυμβῖτις, im, am Grabe, λᾶας, Grabstein, Leon. Tar. 65 (VII, 198).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβίτης — τυμβί̱της , τυμβίτης on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβίτης — και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. ὀνυχ ίτης)] … Dictionary of Greek
τυμβίτας — τυμβί̱τᾱς , τυμβίτης on masc acc pl τυμβί̱τᾱς , τυμβίτης on masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
τυμβείτης — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. τυμβίτης … Dictionary of Greek