τυμβ-οῦχος

τυμβ-οῦχος

τυμβ-οῦχος, ein Grab inne habend, in, auf dem Grabe befindlich, κήρ, Suid. in einem Epigr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λινούχος — λινοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαι ούχος, τυμβ ούχος] …   Dictionary of Greek

  • τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”