- τυννοῦτος
τυννοῦτος, ον, att. τυννουτοσί, τυννουτονί, von dem Vorigen gebildet, wie τηλικοῦτος von τηλίκος, so klein, so wenig, tantillus, Ar. Ach. 345 Equ. 1216 Nubb. 868.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυννοῦτος, ον, att. τυννουτοσί, τυννουτονί, von dem Vorigen gebildet, wie τηλικοῦτος von τηλίκος, so klein, so wenig, tantillus, Ar. Ach. 345 Equ. 1216 Nubb. 868.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυννούτος — ον και ο, Α (επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ οῦτος] … Dictionary of Greek
τυννουτοσί — τυννοῦτος so small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννουτοί — τυννοῦτος so small masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννοῦτο — τυννοῦτος so small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννοῦτον — τυννοῦτος so small masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)