- τυπωτικός
τυπωτικός, formend, bildend; Ath. IX, 392 a; S. Emp. adv. math. 7, 383.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυπωτικός, formend, bildend; Ath. IX, 392 a; S. Emp. adv. math. 7, 383.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυπωτικός — able to form masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτικός — ή, ό / τυπωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τύπωση, στην εκτύπωση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυπωτικά α) η δαπάνη για εκτύπωση β) (κατ επέκτ.) το σύνολο τών δαπανών για την έκδοση ενός εντύπου αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
τυπωτικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην τύπωση, εκτυπωτικός, τυπογραφικός: Τυπωτικές εργασίες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τυπωτικά η δαπάνη της εκτύπωσης, τα τυπογραφικά έξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυπωτικά — τυπωτικός able to form neut nom/voc/acc pl τυπωτικά̱ , τυπωτικός able to form fem nom/voc/acc dual τυπωτικά̱ , τυπωτικός able to form fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτικῶν — τυπωτικός able to form fem gen pl τυπωτικός able to form masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτικόν — τυπωτικός able to form masc acc sg τυπωτικός able to form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτικαῖς — τυπωτικός able to form fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτικοῖς — τυπωτικός able to form masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτικούς — τυπωτικός able to form masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτική — τυπωτικός able to form fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπωτικήν — τυπωτικός able to form fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)