- τυπωτής
τυπωτής, ὁ, fem. τυπῶτις, ἡ, formend, bildend, eine Form ausdrückend; σφρηγὶς τυπῶτις, ein Siegelring, Orph. H. 34, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυπωτής, ὁ, fem. τυπῶτις, ἡ, formend, bildend, eine Form ausdrückend; σφρηγὶς τυπῶτις, ein Siegelring, Orph. H. 34, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυπωτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, ώτιδος, Α [τυπῶ] νεοελλ. 1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση αρχ. 1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που τό σχηματίζει, τό διαμορφώνει 2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς)… … Dictionary of Greek
τυπωτής — ο θηλ. ώτρια 1. τεχνίτης που κάνει τις εκτυπώσεις. 2. ο κατασκευαστής τύπων, καλουπιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυπωτήν — τυπωτής one who forms masc acc sg (attic epic ionic) τυπωτός fashioned fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… … Dictionary of Greek
πιεστής — ο, Ν εργάτης ή τεχνίτης που χειρίζεται τυπογραφικό πιεστήριο, αλλ. τυπωτής ή εκτυπωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek