- τυπωτός
τυπωτός, adj. verb. von τυπόω, geformt, gebildet, abgedrückt, Lycophr. 262 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυπωτός, adj. verb. von τυπόω, geformt, gebildet, abgedrückt, Lycophr. 262 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυπωτός — ή, όν, Α [τυπῶ] αυτός που έλαβε τύπο ή σχήμα, κυρίως με πίεση, τυπωμένος … Dictionary of Greek
τυπωτή — τυπωτός fashioned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτύπωτος — θεοτύπωτος, ον (Μ) ο τυπωμένος, ο σχηματισμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τύπωτος (< τυπώ < τύπος), πρβλ. α δια τύπωτος, ευ τύπωτος] … Dictionary of Greek
αλλοτύπωτος — ἀλλοτύπωτος, ον (Α) ο σχηματισμένος διαφορετικά, αυτός που έχει πάρει άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τυπωτός < τυπῶ) (όω)] … Dictionary of Greek
τυπωτήν — τυπωτής one who forms masc acc sg (attic epic ionic) τυπωτός fashioned fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)