- τρί-μορφος
τρί-μορφος, dreigestaltig, Aesch. Prom. 516, Μοῖραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-μορφος, dreigestaltig, Aesch. Prom. 516, Μοῖραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίμορφος — η, ο / τρίμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές αρχ. στον πληθ. οἱ, αἱ τρίμορφοι και τὰ τρίμορφα τρεις, τρία («Μοῑραι τρίμορφοι», Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πεντά μορφος] … Dictionary of Greek