- τρί-μορος
τρί-μορος, = Vorigem, Orph. Arg. 1054.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-μορος, = Vorigem, Orph. Arg. 1054.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίμορος — ον, Α τρίμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μόρος (< μόρος), πρβλ. τετρά μορος] … Dictionary of Greek