- τρί-δουλος
τρί-δουλος, dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-δουλος, dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίδουλος — ον, Α 1. αυτός που έχει γεννηθεί από μητέρα δούλα, τής οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν επίσης δούλες 2. φρ. «ζεῦγος τρίδουλον» τρεις δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δοῦλος] … Dictionary of Greek
τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] … Dictionary of Greek