- τρίβανον
τρίβανον, τό, = τρύπανον, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίβανον, τό, = τρύπανον, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίβανον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβανον — τὸ, ή τρίβανος, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «τρίβανον λήκυθον» 2. κοτύλη («ὁ ξέστης κοτύλας β , αἳ καὶ τρίβανα ἢ τρύβλια λέγονται», Γαλ.) 3. γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω* + επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον)] … Dictionary of Greek
τρίβανα — τρίβανον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
τριβανώ — όω, Α [τρίβανον] φθείρω, κατατρίβω … Dictionary of Greek