- τρίβανος
τρίβανος, ὁ, = λήκυϑος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίβανος, ὁ, = λήκυϑος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίβανον — τὸ, ή τρίβανος, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «τρίβανον λήκυθον» 2. κοτύλη («ὁ ξέστης κοτύλας β , αἳ καὶ τρίβανα ἢ τρύβλια λέγονται», Γαλ.) 3. γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω* + επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον)] … Dictionary of Greek