- τρί-μακαρ
τρί-μακαρ, αρος, dreimal selig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-μακαρ, αρος, dreimal selig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισμάκαρ — αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ τρισευλογημένος, αυτός που τού αξίζει να τόν μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»] … Dictionary of Greek
τριμάκαιρα — ἡ, Α (ποιητ. θηλ. τού αρσ. τριμάκαρ) η τρεις φορές μακάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μάκαιρα, θηλ. τού μάκαρ «ευτυχής»] … Dictionary of Greek