- τρί-δειρος
τρί-δειρος, dreihalsig, dreiköpfig, Lycophr. 966.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-δειρος, dreihalsig, dreiköpfig, Lycophr. 966.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίδειρος — ον, Α αυτός που έχει τρεις τραχήλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek