- τρίναξ
τρίναξ, ακος, ἡ, der Dreizack, Philp. 14 (VI, 104), ξυλίνας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίναξ, ακος, ἡ, der Dreizack, Philp. 14 (VI, 104), ξυλίνας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίναξ — three pronged mattock fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίναξ — ακος, ἡ, Α γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. θρίναξ* (Ι), κατ επίδραση τού τρι *] … Dictionary of Greek
τρίνακα — τρίναξ three pronged mattock fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίνακας — τρίναξ three pronged mattock fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίνακος — τρίναξ three pronged mattock fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρινάκι — το, Ν γεωργικό εργαλείο με τρεις αιχμές για λίχνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τρίναξ, ακος, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία υποκορ. *τρινάκιον] … Dictionary of Greek