- τρίχωσις
τρίχωσις, ἡ, das Haarigmachen, -werden, Behaaren, Arist. gen. an. 1, 18 = τρίχωμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχωσις, ἡ, das Haarigmachen, -werden, Behaaren, Arist. gen. an. 1, 18 = τρίχωμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχωσις — a being hairy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώσει — τρίχωσις a being hairy fem nom/voc/acc dual (attic epic) τριχώσεϊ , τρίχωσις a being hairy fem dat sg (epic) τρίχωσις a being hairy fem dat sg (attic ionic) τριχόομαι fut ind mp 2nd sg τριχόω furnish aor subj act 3rd sg (epic) τριχόω furnish fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώσεις — τρίχωσις a being hairy fem nom/voc pl (attic epic) τρίχωσις a being hairy fem nom/acc pl (attic) τριχόω furnish aor subj act 2nd sg (epic) τριχόω furnish fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώσης — τρίχωσις a being hairy fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώσιος — τρίχωσις a being hairy fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχωσιν — τρίχωσις a being hairy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχωση — η / τρίχωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τριχῶ] 1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα 2. τρίχωμα νεοελλ. ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο τής ουρήθρας ή τής κύστης μσν. αρχ. νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση αρχ. κόμμωση … Dictionary of Greek
υπερτρίχωση — η, Ν ιατρ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανάπτυξη τού αριθμού και τού όγκου τών τριχών τού σώματος και τού τριχωτού τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertrichosis < υπερ * + τρίχωσις «τριχοφυΐα»] … Dictionary of Greek
υποτρίχωση — η, Ν ιατρ. τοπική ή γενική ελαττωμένη ανάπτυξη τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotrichosis < υπ(ο) * + τρίχωσις «τρίχωμα, τριχοφυΐα»] … Dictionary of Greek
τριχώσεως — τριχώσεω̆ς , τρίχωσις a being hairy fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)